- φωνωδία
- η, Νμουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -ωδία (< -ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ-ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Λαμπίρη].
Dictionary of Greek. 2013.